μακροσκελόρραμφοι

μακροσκελόρραμφοι
μακροσκελόρραμφοι, οἱ (Μ)
(για τους γερανούς) αυτοί που έχουν μακριά σκέλη και ράμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + σκέλος + ράμφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”